κρυαναισθησία

κρυαναισθησία
Ψύξη ενός μέρους του σώματος για τη νέκρωσή του, με σκοπό την αποφυγή του πόνου στη διάρκεια μικροεπεμβάσεων.
* * *
η
αναισθησία προς το ψύχος που παρατηρείται σε μερικά νευροπαθή άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + αναισθησία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”